- κυβευτικά
- κυβευτικόςofneut nom/voc/acc plκυβευτικά̱ , κυβευτικόςoffem nom/voc/acc dualκυβευτικά̱ , κυβευτικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PHIMUS — Graece φιμὸς, inter organa κυβευτικὰ recensetur Etymol. Mag. φιμοὶ κυβευτικὰ ὄργανα. Φιμοςτ´ ἐςτιν ὁ καλούμενος κημὸς ἐις ὅν ενεβάλλοντο ἀςτράγαλοι. Φιμῶν etiam meminit Aeschines inter aleatoria instrumenta. Diphilus apud Harpocrationem. ἕλκες… … Hofmann J. Lexicon universale
κυβευτικός — κυβευτικός, ή, όν (Α) [κυβεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβεία ή αυτός που έχει κλίση σε αυτήν («κυβευτικὰ ἐργαλεία», Πολυδ.) 2. έμπειρος στο παίξιμο ζαριών 3. απατηλός, παραπλανητικός. επίρρ... κυβευτικῶς (Α) απατηλά, παραπλανητικά … Dictionary of Greek